λοιδορησμος

λοιδορησμος
    λοιδορησμός
     Arph. = λοιδορία См. λοιδορια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λοιδορησμος" в других словарях:

  • λοιδορησμός — λοιδορησμός, ὁ (Α) λοιδορία («ἐκ διαβολᾱς λοιδορησμός», Επίχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού *λοιδορισμός < λοιδορῶ, κατά τα παρ. τών ρ. σε ίζω (βλ. και λοιδοριστής)] …   Dictionary of Greek

  • λοιδορησμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορησμῶν — λοιδορησμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορησμῷ — λοιδορησμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»